- σμώχω
- Α1. τρίβω («καὶ σμώχετ' ἀμφοῑν τοῑν γνάθοιν», Αριστοφ.)2. μτφ. προσβάλλω με ύβρεις.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα σμω- τής ρίζας σμη- τού ρ. σμῶ* «πλένω, σφουγγίζω, καθαρίζω» με το ενεστωτικό επίθημα -χω (πρβλ. σμή-χω). Κατ' άλλη, όμως, άποψη, το ρ. σχηματίστηκε αναλογικά προς τα σώσμώχω χω, ψώχω].
Dictionary of Greek. 2013.